top of page

Οικογενειακή Διαμεσολάβηση
Family mediation

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Οικογενειακος 
Διαμεσολαβητης

Ο Νικος Χατζησυμεου είναι εγγεγραμμένος οικογενειακός διαμεσολαβητής στο μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών Κύπρου.Έχει ολοκληρώσει το εγκεκριμένο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης Κύπρου πρόγραμμα στην Οικογενειακή́ Διαμεσολάβηση του European Legal Training Center και το Dispute Resolution Training by Dr Anna Plevri. Είναι επίσης Κλινικός Ψυχολόγος, Ατομικός Ψυχοθεραπευτής, Ψυχοθεραπευτής Σεξουαλικών διαταραχών και  Σύμβουλος Γάμου Σχέσεων.  Σκοπός της διαμεσολάβησης σε οικογενειακή διαφορά είναι όπως τα μέρη, με τη συμβολή διαμεσολαβητή, να καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις για τη διευθέτηση των οικογενειακών τους διαφορών. 

Η Διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του Διαμεσολαβητή, ενός τρίτου προς τα μέρη ουδέτερου προσώπου, διαπραγματεύονται προκειμένου να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική λύση της διαφοράς, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μία χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη. Οι οικογενειακές διαφορές δυνατ
όν να αφορούν σε διαφορές σε σχέση με τη:

 
  • Η επιμέλεια των παιδιών ή με ποιόν γονέα θα κατοικούν/Άσκηση γονικής μέριμνα
  • Η επικοινωνία των παιδιών και με τους δυο γονείς, καθώς και με άλλους συγγενείς
  • Η διατροφή των παιδιών
  • Η συμμετοχή των γονέων στην καθημερινότητα/δραστηριότητες των παιδιών
  • Η χρήση της οικογενειακής κατοικίας
  • Τη διατροφή συζύγων ή συμβίων
  • ​Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ή συμβίων
  • Οικονομικες εκκρεμοτητες - διαφωνιες που δημιουργουνται μετα των χωρισμο 


Μπορείτε να ενημερωθείτε  πιο κατω για τον θεσμό της οικογενειακής διαμεσολάβησης, το ρόλο του διαμεσολαβητή, τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης αλλά και τα είδη των οικογενειακών τους διαφορών.

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Ο περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμος του 2019 (Ν. 62(Ι)/2019) («Νόμος») ρυθμίζει το θεσμό της διαμεσολάβησης σε οικογενειακές διαφορές. Σκοπός της διαμεσολάβησης είναι να βοηθηθούν τα μέρη, με τη συμβολή ενός οικογενειακος διαμεσολαβητής, ώστε να καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις για διευθέτηση των οικογενειακών διαφορών τους, έξω από τις αίθουσες των Δικαστηρίων. Η οικογενειακή διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία ένας οικογενειακος διαμεσολαβητής, λειτουργώντας ως αμερόληπτο τρίτο μέρος, διευκολύνει την επίλυση οικογενειακών διαφορών και υποστηρίζει την εθελοντική συμφωνία των συμμετεχόντων.

 

Ο οικογενειακός μεσολαβητής βοηθά στην επικοινωνία, ενθαρρύνει την κατανόηση και εστιάζει στα ατομικά και κοινά ενδιαφέροντα των συμμετεχόντων. Ο οικογενειακός διαμεσολαβητής συνεργάζεται με τους συμμετέχοντες για την διερευνήσει των επιλογών τους, να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις και να καταλήξουν στις δικές τους συμφωνίες.

Η οικογενειακή διαμεσολάβηση είναι μια πολύτιμη κύρια διαδικασία επίλυσης διαφορών επειδή μπορεί:
(α) να αυξήσει την αυτοδιάθεση των συμμετεχόντων και την ικανότητα τους να επικοινωνούν μεταξύ τους·
(β) προβλέπουν δημιουργικές, εποικοδομητικές επιλύσεις οικογενειακών διαφορών.
(γ) να μειώσει το οικονομικό και συναισθηματικό κόστος που σχετίζεται με τις αντίπαλες μεθόδους για την επίλυση οικογενειακών διαφορών.
Η διαμεσολάβηση αποσκοπεί στην εξεύρεση κοινών αποφάσεων και συναινετικών λύσεων μεταξύ των μερών. Μέσω της διαμεσολάβησης, επιδιώκεται ο περιορισμός των συγκρουσιακών σχέσεων, η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των μερών, η διατήρηση των οικογενειακών σχέσεων και μετά την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, όπου αυτό είναι επιθυμητό. Επιπλέον, η διαμεσολάβηση, ως εξωδικαστική και εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών πρέπει χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και να είναι μία σχετικά οικονομική διαδικασία, τουλάχιστον συγκριτικά με την αντίστοιχη δικαστική.

Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος, σε κάθε διαδικασία διαμεσολάβησης να ασκεί τις εξουσίες και καθήκοντά του σύμφωνα με τις πιο κάτω αρχές:
(α) της εμπιστευτικότητας, ουδετερότητας, αμεροληψίας
(β) διασφάλισης του συμφέροντος του παιδιού·
(γ) εθελούσιας συμμετοχής των μερών·
(δ) απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, φύλου, εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής, κοινότητας, πεποιθήσεων, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·
(ε) συνυπολογισμού ευάλωτης κατάστασης οποιουδήποτε των μερών στη διαμεσολάβηση∙
 
1. ΠΡΟΣΟΝΤΑ/ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥΣ
1.1. Προσόντα/Συνεχής κατάρτιση
Πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του διαμεσολαβητή πρέπει να πληροί τα εκ του νόμου τα απαιτούμενα ελάχιστα προσόντα, στα οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η επιτυχής παρακολούθηση ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης. Η πλήρωση των εκ του νόμου προβλεπόμενων προσόντων είναι μία συνεχής υποχρέωση και δεν εξαντλείται με την εγγραφή κάποιου στο σχετικό Μητρώο. Επομένως, ο διαμεσολαβητής οφείλει να μεριμνά ότι διατηρεί τα προσόντα αυτά καθ’ όσο είναι σε ισχύ η εγγραφή του στο Μητρώο και ειδικότερα πριν την ανάληψη του ρόλου του διαμεσολαβητή σε μία οικογενειακή διαφορά.
1.2. Προώθηση των υπηρεσιών του διαμεσολαβητή
Ο διαμεσολαβητής δύναται να προάγει τις υπηρεσίες που προσφέρει, υπό τον όρο ότι ενεργεί κατά τρόπο επαγγελματικό, ειλικρινή και αξιόπιστο.

2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Η διαμεσολάβηση αποσκοπεί στην εξεύρεση κοινών αποφάσεων και συναινετικών λύσεων μεταξύ των μερών. Μέσω της διαμεσολάβησης, επιδιώκεται ο περιορισμός των συγκρουσιακών σχέσεων, η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των μερών, η διατήρηση των οικογενειακών σχέσεων και μετά την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, όπου αυτό είναι επιθυμητό. Επιπλέον, η διαμεσολάβηση, ως εξωδικαστική και εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών πρέπει χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και να είναι μία σχετικά οικονομική διαδικασία, τουλάχιστον συγκριτικά με την αντίστοιχη δικαστική.  Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος, σε κάθε διαδικασία διαμεσολάβησης να ασκεί τις εξουσίες και καθήκοντά του σύμφωνα με τις πιο κάτω αρχές:
(α) της εμπιστευτικότητας, ουδετερότητας, αμεροληψίας (β) διασφάλισης του συμφέροντος του παιδιού·
(γ) εθελούσιας συμμετοχής των μερών·
(δ) απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, φύλου, εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής, κοινότητας, πεποιθήσεων, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·
(ε) συνυπολογισμού ευάλωτης κατάστασης οποιουδήποτε των μερών στη διαμεσολάβηση∙
2.1. Εμπιστευτικότητα, Ουδετερότητα, Αμεροληψία
2.1.1.Εμπιστευτικότητα
Μία από τις βασικές αρχές της διαμεσολάβησης είναι η εμπιστευτικότητα, η οποία βαραίνει όχι μόνο τον διαμεσολαβητή, αλλά και όλα τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία διαμεσολάβησης μέρη.
Η αρχή της εμπιστευτικότητας επιτρέπει στα μέρη να μιλήσουν ανοικτά και να εκφραστούν ελεύθερα. Με τον τρόπο αυτό, δίνεται η δυνατότητα στον διαμεσολαβητή να εντοπίσει τους πραγματικούς λόγους σύγκρουσης και να βοηθήσει αποτελεσματικότερα στην εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων.
Η αρχή της εμπιστευτικότητας απαιτεί όπως όλες οι συζητήσεις, πληροφορίες, έγγραφα που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, θεωρούνται ως απόρρητα/-ες. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης διαδικασίας ή να κοινοποιηθούν σε τρίτο πρόσωπο. Σε περίπτωση που πληροφορία έχει κοινοποιηθεί εμπιστευτικά στον διαμεσολαβητή από ένα μέρος, δεν επιτρέπεται στον πρώτο να κοινοποιήσει την εν λόγω πληροφορία στα άλλα μέρη.
Βέβαια, δεν πρόκειται για μία απόλυτη απαγόρευση, αλλά ο νόμος επιτρέπει την κοινοποίηση πληροφοριών όταν, για παράδειγμα παρέχεται η σχετική συγκατάθεση από τα μέρη ή η κοινοποίηση της εκάστοτε πληροφορίας είναι υποχρεωτική βάσει του νόμου.
Τονίζεται, ότι ο διαμεσολαβητής απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας όταν υπάρχει υπόνοια ότι πρόσωπο που συμμετέχει στη διαδικασία διαμεσολάβησης και ιδιαίτερα παιδί έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί βία ή κακοποίηση. Σε τέτοια περίπτωση, μάλιστα, ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει άμεσα τις αρμόδιες αρχές.
2.1.2.Ουδετερότητα
Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να διατηρεί ουδέτερη στάση και ίση απόσταση από τα εμπλεκόμενα μέρη, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης. Δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι τάσσεται υπέρ των συμφερόντων ή των θέσεων κάποιου από τα μέρη.
Επιπλέον, πρέπει να παραμένει ουδέτερος ως προς την έκβαση της διαμεσολάβησης. Με άλλα λόγια, ο διαμεσολαβητής δεν θα πρέπει να επιδιώκει την επιβολή οποιασδήποτε προτιμώμενης λύσης στα μέρη, ή/και να τα επηρεάζει, ώστε να την υιοθετήσουν, είτε επιχειρώντας να προβλέψει το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας είτε άλλως πως.
Δεν θεωρείται ότι παραβαίνει την αρχή της ουδετερότητας όταν πληροφορεί τα μέρη για πιθανές επιλογές ή λύσεις, καθώς επίσης και για τις νομικές ή άλλες επιπτώσεις που μπορεί αυτές να έχουν ή όταν τα βοηθά να εξετάσουν λύσεις, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο, εξ αρχής, ότι η καθοδήγηση που δίνει δεν συνιστά νομική ή επαγγελματική συμβουλή.
Επιπλέον, αν τα μέρη συγκατατίθενται, ο διαμεσολαβητής μπορεί να τους ενημερώσει (στην περίπτωση που αυτό εφαρμόζεται) ότι θεωρεί ότι η επίλυση την οποία επιδιώκουν πιθανόν να εκφεύγει των παραμέτρων που έχει εγκρίνει ή επιβάλει το δικαστήριο.
2.1.3. Αμεροληψία
Ο διαμεσολαβητής πρέπει διαρκώς να ενεργεί ή/και να δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί με αμεροληψία απέναντι στα μέρη και να μεριμνά για την ισότιμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των μερών. Βέβαια, όταν εμπλέκονται παιδιά, το συμφέρον των τελευταίων προέχει έναντι όλων.
Τυχόν περιστάσεις οι οποίες επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την αμερόληπτη κρίση του διαμεσολαβητή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περιστατικών σύγκρουσης συμφερόντων πρέπει να γνωστοποιούνται από τον διαμεσολαβητή στα μέρη πριν την ανάληψη των καθηκόντων του ή αμέσως μόλις αυτά ανακύψουν ή περιέλθουν εις γνώση του, σε περίπτωση που η διαδικασία διαμεσολάβησης έχει ξεκινήσει.
Ως παραδείγματα σύγκρουσης συμφέροντος ο νόμος αναφέρει τα εξής:
→κάθε προσωπική ή επαγγελματική σχέση με ένα ή περισσότερα από τα μέρη·
→οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, άμεσο ή έμμεσο, από την έκβαση της διαμεσολάβησης·
→το γεγονός ότι ο διαμεσολαβητής ή άλλο στέλεχος της εταιρείας για την οποία εργάζεται έχει ενεργήσει κατά το παρελθόν υπό άλλη ιδιότητα πλην του διαμεσολαβητή για ένα ή περισσότερα από τα μέρη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ο διαμεσολαβητής είναι καλύτερα να αποφεύγει την ανάληψη του ρόλου διαμεσολαβητή. Ωστόσο, ο νόμος του επιτρέπει να αποδεχθεί ν’ αναλάβει καθήκοντα διαμεσολαβητή ή να εξακολουθήσει να τα ασκεί, νοουμένου ότι είναι βέβαιος ότι μπορεί να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία, και αφού εξασφαλίσει τη γραπτή συγκατάθεση των μερών.


............συνεχεια μερος (β )

 

fmacs-logo-1 copy.jpg
bottom of page